- μηνιθμός
- μηνιθμός, ὁ (Α)υπερβολικός θυμός, οργή («οὐ πρὶν μηνιθμὸν καταπαυσέμεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνις, -ιος «θυμός, οργή» + επίθημα -θμός, κατά τα λυκη-θμός, μυκη-θμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηνιθμός — wrath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμοῖο — μηνιθμός wrath masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμῷ — μηνιθμός wrath masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμόν — μηνιθμός wrath masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
γευθμός — γευθμός, ο (Α) η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός] … Dictionary of Greek